ἐρίτμητος

ἐρίτμητος
ἐρί-τμητος, ον,
A well-cut,

ἱμάντες Opp.C. 4.106

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερίτμητος — ἐρίτμητος, ον (Α) αυτός που έχει κοπεί καλά («ἐρίτμητοι ἱμάντες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + τμητός (< τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • ἐριτμήτοισι — ἐρίτμητος well cut masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”